μετρίων

μετρίων
μέτριος
within measure
fem gen pl
μέτριος
within measure
masc/neut gen pl
μέτριος
within measure
masc/fem/neut gen pl
μετρέω
measure
pres part act masc nom sg (doric)
μετριάω
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
μετριάω
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • мѣрьныи — (10) пр. Являющийся мерой: хлѣбомъ спѹдовъ •д҃• вина мѣрныхъ •ƨ҃• кѹтии пшеницѣ спѹды •г҃• сочива спѹда •в҃• УСт XII/XIII, 244 об.; ♦ мѣрьна˫а кърчага см. кърчага. 2. Такой, который можно измерить: Величство ѹбо мѣритсѧ. множьство же чтетсѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

  • κατάλπα — (Catalpa). Γένος της οικογένειας των βιγγονιιδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει 11 είδη, ιθαγενή στη βορειοανατολική Αμερική, στην ανατολική Ασία και στη δυτική Ινδία. Είναι φυλλοβόλα δέντρα μετρίων διαστάσεων, με αντίθετα, πολύ πλατιά, θαμπά,… …   Dictionary of Greek

  • κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • κοιλρεουτέρια — Φυλλοβόλο δέντρο μεσαίου μεγέθους, της οικογένειας των σαπινδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. η φοβοειδής, προς τιμήν του Γερμανού βοτανολόγου Joseph Kolreuter. Η κ. έχει κατ’ εναλλαγή, φτεροειδή φύλλα, με 7 15 ωοειδή ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”